- σιλούριος
- -α, -ο, θηλ. και -ος, Ν [Σίλουροι]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό ή στη χώρα τών Σιλούρων, κατοίκων τής Βρεττανίας που υποτάχθηκαν στους Ρωμαίους2. φρ. «σιλούρια περίοδος» ή, απλώς, «το σιλούριο»γεωλ.διάστημα τού γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια τού οποίου σχηματίστηκαν τα πετρώματα τού ομώνυμου συστήματος και το οποίο αντιπροσωπεύει την τρίτη από τις έντεκα περιόδους που αποτελούν τη γεωλογική ιστορία τού πλανήτη μας, είναι τμήμα τού παλαιοζωικού αιώνα, ακολουθεί το ορδοβίσιο, προηγείται τού δεβονίου και η χρονική διάρκειά του ήταν 35 εκατομμύρια χρόνια, πριν από 430 ώς 395 εκατομμύρια έτη.
Dictionary of Greek. 2013.